Και θαυμαστά τα έργα
- Αλκυόνη Γουρδομιχάλη

- Sep 10
- 2 min read
«Προσευχήσου στο Θεό παιδί μου να με πάρει σε τρεις μέρες… Δεν αντέχω άλλο τον πόνο…» είπε ο παπάς απ’ το κρεβάτι του νοσοκομείου.
Ο Αντρέας δήλωνε άθεος από πολύ μικρή ηλικία και ο παπάς το ήξερε, μα δε τον πίεσε ποτέ γι’ αυτό, παρόλο που τον πλήγωνε να ακούει έξω ότι ο γιος του παπά δεν πιστεύει. Τον αγαπούσε όμως τόσο τον πατέρα του ο Αντρέας που δε θα του χαλούσε ποτέ χατίρι, ειδικά τώρα που τον έβλεπε στα τελευταία του. Ακόμα και αν τον έστελνε στο διάολο ο παπάς, εκείνος θα πήγαινε χωρίς πολλές ερωτήσεις. Τόση αδυναμία του είχε. Εξάλλου δεν πίστευε. Μονάχα μερικές προσευχές θα έκανε χαλάλι του παπά, να μην πονάει, να αναπαυθεί.
Έτσι, ο Αντρέας άρχισε να προσεύχεται στο Θεό για να τον πάρει τον παπά σε τρεις μέρες. Στην αρχή οι προσευχές ήταν συγκρατημένες. Όμως καθώς περνούσε ο χρόνος, έπιανε τον εαυτό του να προσεύχεται σιωπηλά, όλο και συχνότερα. Με τη σταδιακή επανάληψη ένιωσε μια σύνδεση αλλόκοτη, πνευματική. Σαν κάποιος να τον τραβούσε από το χέρι τόσο δυνατά και να τον οδηγεί στο φως.. Έβλεπε καθαρά πια! Θαύμα!
Ο παπάς σε τρεις μέρες πέθανε στ’ αλήθεια και ο Αντρέας μέσα στις τρεις αυτές μέρες άλλαξε μυαλά. Αποδέχτηκε ότι οι προσευχές του έπιασαν και πείστηκε ότι αυτός ο Κύριος εκεί πάνω υπήρχε. Ξεκίνησε λοιπόν να πηγαίνει ανελλιπώς στην εκκλησία, να μελετά θρησκευτικά αναγνώσματα, να επισκέπτεται για μέρες μοναστήρια και να διαδίδει το θαύμα της προσευχής του. Μπήκε σε ένα μονοπάτι που δεν πίστευε ποτέ ότι θα βαδίσει.
***
Τα χρόνια πέρασαν σα νεράκι και ο Αντρέας, επισκέφτηκε το πατρογονικό του σπίτι, που είχε πάνω από εικοσαετία να ανοίξει. Τα σχόλια από τους συγχωριανούς δεν άργησαν να φτάσουν στ’ αυτιά του: «αυτός που περίμενε να πεθάνει ο παπάς για να πιστέψει στο Θεό», «η στεναχώρια τον έφαγε τον παπά» ακόμα και «ο Θεός τον τιμώρησε που ήταν άπιστος και του τον πήρε τον παπά νωρίς». Μα ο Αντρέας έκανε τον κουφό.
Βράδυ, αργά, σκάλιζε τα συρτάρια που με τόση μαεστρία τακτοποιούσε η μάνα του όσο ζούσε. Στην ανασκαφή του επάνω, πήρε το μάτι του ένα διπλωμένο πολλές φορές χαρτάκι. Το άνοιξε και άρχισε να διαβάζει. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα και ιδρώτας έσταξε στο μέτωπό του. Πισοπατώντας βρέθηκε στον καναπέ και σωριάστηκε πάνω του σηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνης. Το χαρτάκι ήταν η δήλωση του παπά για εκούσια ευθανασία, που τελέσθηκε με πολύ μεγάλη εχεμύθεια, λόγω της θέσης του στον κλήρο. Η ημερομηνία της ευθανασίας του ήταν εκείνη του θαυματουργού θανάτου του. «Προσευχήσου στο Θεό παιδί μου να με πάρει σε τρεις μέρες…», θυμήθηκε...





Comments